- προβατεύς
- προβατεύςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβατεύς — έως, ό, Α 1. ο προβατευτής* 2. ως κύριο όν. Προβατεύς τίτλος έργου τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek
προβατεῖς — προβατεύς masc acc pl προβατεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατέων — προβατεύς masc gen pl προβατέω̆ν , προβατεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατεῖ — προβατεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατᾶς — προβατεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατέως — προβατέω̆ς , προβατεύς masc gen sg προβατεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατεύω — Α [προβατεύς] 1. διατηρώ, εκτρέφω πρόβατα 2. βόσκω πρόβατα, είμαι ποιμένας προβάτων 3. παθ. προβατεύομαι βόσκομαι, τρώγομαι από πρόβατα … Dictionary of Greek
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek
προβατέα — προβατέᾱ , προβατεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)